κάμπτρα

κάμπτρα
κάμπτρᾱ , κάμπτρα
case
fem nom/voc/acc dual
κάμπτρᾱ , κάμπτρα
case
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
κάμπτρον
turningpoint
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάμπτρα — κάμπτρα, ἡ (Α) επιγρ. κάμψα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάμψα*, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με λ. όπως κάμπτω, κάμπτρον, καμπτήρ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • κάμπτρας — κάμπτρᾱς , κάμπτρα case fem acc pl κάμπτρᾱς , κάμπτρα case fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπτρον — κάμπτρον, τὸ (Α) (γλώσσ.) 1. το σημείο τής στροφής στον ιππόδρομο, νύσσα, καμπτήρ 2. κάμπτρα*, κάμψα*, θήκη, σάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω. Με τη σημασία «θήκη», άλλος τ. τού κάμπτρα*] …   Dictionary of Greek

  • καμπτρίον — καμπτρίον, τὸ (AM) (υποκορ. τού κάμπτρα*) κιβώτιο, μικρή θήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + υποκορ. κατάλ. ίον, πρβλ. παιδ ίον, τρυβλ ίον] …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • καμπτρίτσιν — καμπτρίτσιν, τὸ (Μ) μικρή θήκη όπου φυλάσσονταν άγια λείψανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + μεσαιων. υποκορ. κατάλ. ίτσιν, πρβλ. καλο γερ ίτσιν, καμηλαυχ ίτσιν] …   Dictionary of Greek

  • καμπτροποιός — καμπτροποιός, ὁ (Α) (γλώσσ.) αυτός που κατασκευάζει καλάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχο ποιός, επιπλο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • καμπτροφόρος — καμπτροφόρος, ὁ (Α) δούλος που κρατά τη θήκη, τη σάκα με τα βιβλία τών παιδιών, θυλακοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”